- ἀπόληξις
- ἀπόληξιςcessationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπολήξει — ἀπόληξις cessation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπολήξεϊ , ἀπόληξις cessation fem dat sg (epic) ἀπόληξις cessation fem dat sg (attic ionic) ἀπολαγχάνω obtain a portion of fut ind mid 2nd sg ἀπολήγω leave off aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολήξεις — ἀπόληξις cessation fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόληξις cessation fem nom/acc pl (attic) ἀπολήγω leave off aor subj act 2nd sg (epic) ἀπολήγω leave off fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόληξιν — ἀπόληξις cessation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
απόληξη — η (AM ἀπόληξις) [απολήγω] νεοελλ. 1. περάτωση, κατάληξη 2. ακραίο τμήμα αντικειμένου ||| αρχ. 1. παύση, λήξη 2. το τέλος πρότασης ή περιόδου … Dictionary of Greek
ἀπολήξεως — ἀπολήξεω̆ς , ἀπόληξις cessation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολήξῃ — ἀπολήξηι , ἀπόληξις cessation fem dat sg (epic) ἀπολαγχάνω obtain a portion of fut ind mid 2nd sg ἀπολήγω leave off aor subj mid 2nd sg ἀπολήγω leave off aor subj act 3rd sg ἀπολήγω leave off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)